- υστερινός
- -ή, -ό / ὑστερινός, -ή, -όν, ΝΜ, και υστερνός Νστερνός.επίρρ...υστερινά και υστερνά Νστο τέλος, κατόπιν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + κατάλ. -ινός (πρβλ. μεσημβρ-ινός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερνός — ή, ό, Ν 1. κατοπινός, ύστερος 2. ύστατος, έσχατος, τελευταίος («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.) 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερνά τα γηρατειά 4. φρ. «καλά στερνά» (ως ευχή) καλά γεράματα 5. παροιμ. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα»… … Dictionary of Greek
υστερινά — και υστερνά Ν επίρρ. βλ. ύστερινός … Dictionary of Greek
υστερνός — ή, ό, Ν βλ. υστερινός … Dictionary of Greek
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek